- μασχαλιαία
- μασχαλ-ιαία πλίνθος,A corner-stone, IG12.372.13,98; φλέψ basilic vein, Paul.Aeg.6.40, Steph.in Gal.1.304D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μασχαλιαίος — α, ο (Α μασχαλιαῑος, αία, ον) [μασχάλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια») αρχ. φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» κόσμημα κίονα ή, κατ άλλους, γωνιαίος λίθος … Dictionary of Greek
πετουνιά — Ονομασία ποωδών καλλωπιστικών φυτών της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγονται απότη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία και καλλιεργούνται σε μεγάλο αριθμό ειδών και ποικιλιών (π. η μασχαλιαία, π. η ιόχρωμη, π. το υβρίδιο) για διακόσμηση σε … Dictionary of Greek
πετούνια — Ονομασία ποωδών καλλωπιστικών φυτών της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγονται απότη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία και καλλιεργούνται σε μεγάλο αριθμό ειδών και ποικιλιών (π. η μασχαλιαία, π. η ιόχρωμη, π. το υβρίδιο) για διακόσμηση σε … Dictionary of Greek
Αναγαλλίς — η Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Πριμουλιδών, με 30 περίπου είδη, ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών χωρών. Είναι ποώδη μονοετή, διετή ή πολυετή φυτά, με βλαστό πολλές φορές γωνιώδη και φύλλα ωοειδή ή στρογγυλά, αντίθετα, εναλλασσόμενα ή… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
μπελαντόνα — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι άτροπος η μπελαντόνα. Έχει ριζικό σύστημα ριζωματώδες, βλαστό διακλαδιζόμενο, ύψους 1 μ., με φύλλα ωοειδή, ακέραια, οξύληκτα, έμμισχα, διατεταγμένα ανά… … Dictionary of Greek